πενταμιδίνη

πενταμιδίνη
η
(βιοχ.) συνθετικό φάρμακο που χρησιμοποιείται ενδομυϊκά ως ενέσιμο στην αγωγή τών τρυπανοσωμιάσεων και τών λεϊσμανιώσεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. pentamidine < penta- (< πεντα-) + amidine «αμιδίνη»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”